- μεροκάματο
- και μερόκαμα, το1. η μισθωτή εργασία μιας ημέρας, το μεροδούλι2. το ημερομίσθιο, τα χρήματα που αποφέρει η εργασία μιας ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + κάματος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεροκάματο — το το ημερομίσθιο, το μεροδούλι: Παίρνει καλό μεροκάματο από το εργοστάσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κλουζό, Ανρί Ζορζ — (Henri Georges Clouzot, Νιορ 1907 – Παρίσι 1977). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Αφού εργάστηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ως δημοσιογράφος, ξεκίνησε την κινηματογραφική του σταδιοδρομία το 1930, ως βοηθός σκηνοθέτη και σεναριογράφος … Dictionary of Greek
Orestis Makris — Ορέστης Μακρής Born September 30, 1898 Chalcis, Greece Died January 29, 1975 … Wikipedia
Макрис, Орестис — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Макрис. Орестис Макрис греч. Ορέστης Μακρής Род деятельности: актер … Википедия
αργατιά — η 1. εργασία σε κτήμα ή σπίτι άλλου με αμοιβή, μεροκάματο 2. εργασία ομαδική, χωρίς μισθό, που γίνεται για κάποιον άλλο 3. το σύνολο των εργατών που απασχολούνται σε μια δουλειά 4. η εργατική τάξη, ο κόσμος των εργατών … Dictionary of Greek
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
εφημέριος — Ο επικεφαλής της ενορίας, ο παπάς. Η διαδικασία της ανακήρυξης κάποιου ως υποψήφιου ε., η εκλογή και ο διορισμός του ορίζονται από τον νόμο. Την ευθύνη για την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας έχει o μητροπολίτης, που καλεί με προκήρυξη όσους έχουν … Dictionary of Greek
ημεροκάματον — ἡμεροκάματον, τὸ (Μ) το μεροκάματο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κάματο (< κάματος)] … Dictionary of Greek
ημερομίσθιος — α, ο 1. αυτός που εργάζεται με ημερήσιο μισθό, ο μεροκαματιάρης («ημερομίσθιοι εργάτες») 2. το ουδ. ως ουσ. το ημερομίσθιο α) η αμοιβή για ημερήσια εργασία, το μεροκάματο β) η εργασία μιας ημέρας («θα χρειαστούν πολλά ημερομίσθια για να τελειώσει … Dictionary of Greek
ημερούσιος — ἡμερούσιος, ία, ιον (AM) ημερήσιος, καθημερινός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμερούσιον ημερήσια πληρωμή, μεροκάματο αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡμερούσιον καθημερινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα + κατάλ. ούσιος κατά το επιούσιος*] … Dictionary of Greek